- Ἀχερδούσιος
- Ἀχερδούσιος,A inhabitant of the deme Ἀχερδοῦς: hence with play on ἄχερδος, Crabby,
μοχθηρὸς ὢν καὶ τὴν γνώμην Ἀχερδούσιος Com.Adesp.1277
; cf. ἀχραδούσιος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοχθηρὸς ὢν καὶ τὴν γνώμην Ἀχερδούσιος Com.Adesp.1277
; cf. ἀχραδούσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.